- σόας
- σόᾱς , σόοςfem acc plσόᾱς , σόοςfem gen sg (doric aeolic)σόᾱς , σῶςsafe and soundfem acc pl (ionic)σόᾱς , σῶςsafe and soundfem gen sg (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποσόας — ἱπποσόας και ίπποσσόος, ό, θηλ. ἱπποσόα (Α) 1. αυτός που κεντρίζει, που διεγείρει τους ίππους για να τρέξουν («ἱπποσόας Ἰόλαος», Πίνδ.) 2. το θηλ. ίπποσόα επίθ. τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σόας (< σεύω «κυνηγώ»). Τα υπόλοιπα… … Dictionary of Greek